- πεινατικος
- πεινατικόςπεινᾱτικός3Plut. = πεινητικός См. πεινητικος
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
πεινατικός — ή, όν, Α βλ. πεινητικός … Dictionary of Greek
πεινητικός — και πεινατικός, ή, όν, Α [πεινώ] αυτός που έχει πείνα, που πάσχει από πείνα («ἡ φύσις πεινητικωτέρους ποιεῑ», Πλούτ.) … Dictionary of Greek